υγροποιητικός

υγροποιητικός
-ή, -ό, Ν [υγροποιώ]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή, κυρίως, συντελεί στην υγροποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υγροποιητικός — ή, ό που αναφέρεται ή συντελεί στην υγροποίηση (βλ. λ.), ρευστοποιητικός: Υγροποιητική θερμοκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”